ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Οι σπόροι της μουστάρδας έχουν τρία διαφορετικά χρώματα: κίτρινο, καστανό και μαύρο. Οι κίτρινοι έχουν την πιο απαλή γεύση, οι καστανοί, λίγο πιο έντονη και οι μαύροι είναι οι πιο καυτεροί. Το φυτό του κίτρινου σιναπόσπορου φυτρώνει μόνο του σε όλη την Ελλάδα και δεν είναι άλλο από τη βρούβα.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι σπόροι της μουστάρδας χρησιμοποιούνται από το 3000 π.Χ. στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν σινάπι το φυτό που παράγει τους κίτρινους καρπούς, που σήμερα τους ξέρουμε ως σιναπόσπορους. Κατ’ επέκταση, οι καρποί από τα άλλα συγγενή φυτά ονομάστηκαν καστανοί και μαύροι σιναπόσποροι. Οι σπόροι μουστάρδας αναφέρονται στη Βίβλο αλλά και στον Ιπποκράτη, ο οποίος τους χρησιμοποιούσε ως φάρμακο. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι έφτιαχναν έναν πολτό στον οποίο ανακάτευαν τους σπασμένους σιναπόσπορους με μέλι και ξίδι ή μούστο και με αυτόν καρύκευαν τα φαγητά τους. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν αυτόν τον πολτό mustum ardens, που σημαίνει δυνατός μούστος κι έτσι από τη λέξη μούστος πήρε το όνομά της η μουστάρδα.

ΧΡΗΣΗ

Οι σπόροι της μουστάρδας χρησιμοποιούνται ολόκληροι ή αλεσμένοι, για να δώσουν ένταση σε φαγητά. Επίσης χρησιμοποιούνται σε πολλά τουρσιά, όπως το πικαλίλι (piccalilli), ιδιαίτερα αγαπητό στην Ινδία αλλά και την Αγγλία. Τα φύλα και τα βλαστάρια της, αν κοπούν πριν ανθίσουν, τρώγονται βραστά σε σαλάτα. Στο εμπόριο μπορούμε να βρούμε σπόρους μουστάρδας ή μουστάρδα σε σκόνη.

Το φυτό της μουστάρδας, δηλαδή το σινάπι ή αλλιώς βρούβα, φυτρώνει και αναπτύσσεται στην Ελλάδα από Φεβρουάριο ως Μάρτιο.