ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Το κακάο στη μορφή που το γνωρίζουμε είναι μια σκόνη με καφέ σκούρο χρώμα και πικρή γεύση. Προέρχεται από τους σπόρους κακάο, που βρίσκονται μέσα στον καρπό του κακαόδεντρου.

Η επιστημονική του ονομασία είναι θεόβρωμα κακάο (theobroma cacao), δηλαδή κακάο, η τροφή των θεών.

Το κακαόδεντρο κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, όπου και καλλιεργείται, όπως και στην Κεντρική Αφρική. Όταν ωριμάσουν οι σπόροι του, μαζεύονται, καβουρδίζονται, αποφλοιώνονται, αλέθονται και εξάγεται από αυτούς ένας παχύς καφεκόκκινος πολτός, ο οποίος περιέχει περίπου 50% λίπος, που λέγεται βούτυρο (του) κακάο (γαλ. beurre de cacao – αγγ. cocoa butter). Αυτός ο πολτός στη συνέχεια προωθείται στη βιομηχανία.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς του σε λίπος, το κακάο σε μορφή πολτού ήταν δύσχρηστο. Το 1815 ο Ολλανδός Van Houten βρήκε τη μέθοδο να αφαιρεί το βούτυρο από το κακάο κι έτσι οι πλάκες της σοκολάτας έγιναν πιο στερεές. Στη συνέχεια μπόρεσαν το στερεό αυτό κακάο να το κάνουν σκόνη κι έτσι η αποθήκευση και η μεταφορά του έγινε πολύ πιο εύκολη. Στη μορφή αυτή το βρίσκουμε κι εμείς στο εμπόριο σήμερα.

ΧΡΗΣΗ

Το κακάο χρησιμοποιείται περισσότερο στη ζαχαροπλαστική και λιγότερο στη μαγειρική. Βράζοντάς το με νερό και ζάχαρη φτιάχνουμε το ρόφημα του κακάο, στο οποίο αν προσθέσουμε γάλα, γίνεται σοκολάτα ρόφημα.